κοσμοπολις

κοσμοπολις
    κοσμόπολις
    κοσμό-πολις
    -εως ὅ (acc. κοσμόπολιν) правитель города (носитель высшей власти у локрийцев) Polyb.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κοσμοπολις" в других словарях:

  • κοσμόπολις — κοσμόπολις, όλιδος, ὁ (Α) ονομασία αρχόντων σε διάφορα μέρη τής Ελλάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + πόλις, ιδος (< πόλις), πρβλ. δικαιό πολις, ερημό πολις] …   Dictionary of Greek

  • κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • κοσμόπολη — η μεγάλη πόλη που αποτελεί διεθνές κέντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ. Κοσμόπολις, μαρτυρείται από το 1875 στον Αν. Περδικάρη, ο οποίος υπονοούσε τη Βιέννη] …   Dictionary of Greek

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»